- Διοσημασία
- Δῐοσημ-ᾰσία, ἡ,A = Διοσημία, Lyd.Ost.47.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Διοσημασίας — Διοσημασίᾱς , Διοσημασία fem acc pl Διοσημασίᾱς , Διοσημασία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)